- ἀκανθοπλήξ
- ἀκανθοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ,A wounded by the prickle of a fish (cf.τρυγών) , Ὀδυσσεὺς ἀ., name of play of Sophocles.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακανθοπλήξ — ἀκανθοπλὴξ ( ῆγος), ο, η (Α) ο τραυματισμένος από αγκάθι ψαριού (Ὀδυσσεὺς ἀκανθοπλήξ τίτλος χαμένου δράματος τού Σοφοκλή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + πλὴξ < πλήττω] … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek